- ξεθεμελιωτής
- οαυτός που καταστρέφει απ' τα θεμέλια, χαλαστής, καταστροφέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεθεμελιωτής — ο [ξεθεμελιώνω] 1. αυτός που γκρεμίζει κάτι από τα θεμέλια, που ξεθεμελιώνει 2. μτφ. αυτός που επιφέρει ολοκληρωτική καταστροφή, που αφανίζει, καταστροφέας … Dictionary of Greek